- сам
- сама, само (οριστική αντωνυμία).1. ο ίδιος, μόνος (μου)- εγώ•
я сам это сделал εγώ ο ίδιος το έκανα•
вы -и знаете εσείς οι ίδιοι ξέρετε ή μόνοι σας ξέρετε•
сам во всм виноват εγώ φταίω για όλα;•
других учит, а сам ничего не знает άλλους διδάσκει, ενω ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε•
-а ест, другим не дат μόνη της τρώει, στους άλλους δε δίνει.
2. μόνος, εξ ιδίων•слзы так -и льются τα δάκρυα έτσι μόνα τους πηγαίνουν (ρέουν),
3. (επιτακτικό)• (και) ο ίδιος, ακόμα (και) ο ίδιος•сам чрт не разберт καιο διάβολος ακόμα δε μπορεί να ξέρει.
4. ουσ. ο νοικοκύρης, ο αφέντης, ο αρχηγός, το κεφάλι, ο τρανός•приехал ο τρανός ήρθε.
5. μαζί με ουσ. σημαίνει: ποιότητα, ιδιότητα• προσωποποίηση ή ενσάρκωση•он -а доброта ο ίδιος είναι η καλοσύνη (προσωποποίηση της καλοσύνης).
εκφρ.-а, -о собой – άθελα, ακούσια•глаза закрываются -и – τα μάτια κλείνονται μόνα τους•-о собой разумеется – εννοείται, είναι αυτονόητο, υπονοείται, εξυπακούεται, αυθυπακούεται, μιλά μόνο του•сам, сама, само по себе: α) μόνος μου, μοναχός μου, αυτοτελώς; β) αυτός καθ εαυτός, αυτή καβ εαυτή, αυτό καθ εαυτό• αυτός ο ίδιος, αυτή η ίδια, αυτό το ίδιο. γ) κάτι το ίδιο, το ιδιαίτερο•сам себе голова (хозяин, господин – κ.τ.τ.) είμαι αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος, αυτοτελής, αυτοκυρίαρχος, κύριος εαυτού•сам , -а, -о за себя говорит – μιλά μόνο του, είναι ολοφάνερο.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.